- σαγερετία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ραμνίδες τής τάξης ραμνώδη, με 35 περίπου είδη φυλλοβόλων ή αείφυλλων θάμνων τής Βόρειας Αμερικής και τής ανατολικής και νότιας Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sageretia, από το όν. τού Γάλλου βοτανολόγου Αugustin Sageret].
Dictionary of Greek. 2013.